- cholorrhée
- f1) избыточная секреция жёлчи2) жёлчный понос
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
χολόρροια — η, Ν ιατρ. εκροή χολής από μη φυσιολογικό άνοιγμα τών χοληφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholorrhee < χολή + ρροια (< ρρους < ροή)] … Dictionary of Greek